- εὐπαραλόγιστος
- εὐ-παρα-λόγιστος, leicht zu hintergehen (durch falsche Schlüsse), zu überlisten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπαραλόγιστος — εὐπαραλόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που εξαπατάται εύκολα με παραλογισμούς, με ψευδείς συλλογισμούς («πᾱς ὄχλος εὐπαραλόγιστος ὑπάρχει καὶ πρὸς πᾱν εὐάγωγος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα λογίζομαι] … Dictionary of Greek
εὐπαραλόγιστος — easily cheated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραλογιστότατον — εὐπαραλόγιστος easily cheated masc acc superl sg εὐπαραλόγιστος easily cheated neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραλογίστους — εὐπαραλόγιστος easily cheated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)